|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μονόχειρας? — — καλεσμένος — ανείρεοτος — εύδροσος — εθνική — ουρανισκόφωνος — ευρετήριο — ευλαβικά — αυτοερώμαι — μελιτοφόρος — εκκρούω — ξεκομμένος — γυψουργείο — αισθητός — θαλασσόχρους — ιχθυοφόρος — θαλασσασφάλεια — συνδικαλισμός — αντεγκληματώ — πουρναρήσιος — αξιόποινος — τελεμές |
|||