|
горн. крепить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крепить? — διαξυλώ как с (ново)греческого переводится слово διαξυλώ? — крепить — πυγμαχικός — μόλυσμα — εορτάστρια — διακένωσις — γωνιαίος — αλητάκι — τυροποιούμαι — Σλοβάκα — αλογάκια — βροντώ — μουρμούρισμα — στρατηλάτης — κολληγιά — ασαμάρωτος — σιδεροδέσμιος — εσώψυχα — περιφραγμένος — παραφυλάττω — φετβάς — κακοσαρκώνω — ζωγραφίζω |
|||