|
ο тот(__,__) кто создаёт, формирует #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто создаёт? — διαμορφωτής как с (ново)греческого переводится слово διαμορφωτής? — тот, кто создаёт — κοπανώ — αλλοτριωμένος — σφυγμομανόμετρο — κείμαι — συγκυριακώς — διαβολέτο — υπερθεματίζω — κούρβουλο — εωθινόν — δράκαινα — μικροβιοφάγος — γαλατόπετρα — κομψεπίκομψος — βολίζω — απολυμαντής — δυσκόλεμα — φυλλοφάγος — γλαριάζω — μεσοδόκι — μαχμουρλής — κατασταλαγμένος |
|||