Новогреческий словарь
τριχοφόρος
τριχοφόρ|ος
ο
морж
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
морж
? —
τριχοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τριχοφόρος
? — морж
#
(ново)греческий словарь
—
αστράχα
—
μελανότης
—
προοιμιακός
—
αποκάμωμα
—
δείγμα
—
ακήρωτος
—
μονοκοπανιά
—
αλουπού
—
αφίεμαι
—
γογγολογώ
—
λυγαρήσιος
—
γηγενής
—
θειοηγή
—
λαμπροστόλιστος
—
λύκαινα
—
τρυσμός
—
στρογγυλοποιώ
—
χαμόδεντρο
—
πεταυρώνω
—
καπετάνιος
—
τριακονταετηρίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве