|
время от времени изредка иногда #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово περιστασιακά? — — δισεγγόνη — πλαγιοδέτηση — θρυμματίζω — φως — γεννήτρια — καρυδόψιχα — κατσαρόλι — φούμαρα — επτάεδρος — θριαμβευτικά — αχτιδοβολώ — αειφορία — μνά — μουγγρί — αποδυναμώνομαι — ζω — χιλιογαμημένος — εφαρμόσιμος — εξαετής — φιλοτέλεια — μπαμπακένιος |
|||