|
снимать с мели (суда) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снимать с мели? — εκκαθίζω как с (ново)греческого переводится слово εκκαθίζω? — снимать с мели — ανθιβόλιο — ξεπλυμένος — σκάλα — χυλίζω — ναυπηγική — αναποζημίωτος — ζαφορά — χορταρένιος — εκχιονίζω — κιότεμα — νανοσωμία — συγκατάβαση — οφιοειδή — ολόβολος — δρόσισμα — λευκαντήριο — εξορμίζω — αδολέσχημα — υδρομετρικός — καταδεκτικός — κινηματογραφία |
|||