Новогреческий словарь
παρηγορίητής
παρηγορίητ|ής
ο
утешитель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
утешитель
? —
παρηγορίητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρηγορίητής
? — утешитель
#
(ново)греческий словарь
—
βροχήσιος
—
αγγειοχειρουργική
—
πυκνότητα
—
εγγυοδότης
—
γιαμά
—
ατμήλατος
—
βίωμα
—
αγούλιαστος
—
αναγεννητικά
—
μωρολόγημα
—
σπήλιο
—
ειδικεύομαι
—
μαστιχιά
—
αμφιλύκη
—
πομπιάζω
—
ανεγκλήτως
—
στεφανιαίος
—
ασελγώ
—
ξακρίδι
—
κορνιζάς
—
αβίαστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве