|
седативный; успокаивающий ηρεμιστική ένεση — транквилизатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово седативный? — ηρεμιστικός как на (ново)греческом будет слово успокаивающий? — ηρεμιστικός как с (ново)греческого переводится слово ηρεμιστικός? — седативный, успокаивающий — αντίδοξος — υδραργυρίαση — βουλγάρική — χοντράνθρωπος — δρομερός — ελασματοποιώ — προχρηματοδότηση — μίσθωμα — γύπας — υποσμηνίας — στρέβλωση — στραβοκέφαλος — διαβόλογυναίκα — εγγάστρωμα — ενεπίγραφος — νυφικός — μπατσονόμος — φύτευση — απευθύνομαι — βία — επιπληκτικός |
|||