|
запыхаться; задыхаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запыхаться? — λαχανιάζω как на (ново)греческом будет слово задыхаться? — λαχανιάζω как с (ново)греческого переводится слово λαχανιάζω? — запыхаться, задыхаться — ναυπήγημα — αυτόνομα — γούβωμα — παραξηγάω — παγκοσμιοποιώ — λεμονοπορτόκαλο — φωτορύπανση — ανομοιομερώς — ανελέητα — δελτιώνω — ασημοκάπνισμα — λευκωματώδης — εξελίσσομαι — δευτερώτερος — τεσσερσήμισι — ζωγράφα — γκρεκιάζω — αστρονομώ — αντισυνταγματικότητα — ανθρωπολόγος — γιδιά |
|||