|
бот. односемянный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово односемянный? — μονόσπερμος как с (ново)греческого переводится слово μονόσπερμος? — односемянный — διαλεχτός — ξενολατρία — αγναντώ — άτρωτος — λεπτοδουλεμένος — ακαταγώνιστος — ελικοπτεροφόρος — σβωλαράκι — κότσαλο — ασήμωτος — αναπόλυτος — ζαπιές — γρόσι — εκπόμπβυση — μπούζι — Σεπτέμβρης — κλεψίτυπο — βρούχος — καλλωπίζομαι — λειψός — εξαφανίζω |
|||