|
1) : ~ (οίνος) — сидр, яблочное вино; 2) анат. скуловой; ~ μύς — лицевой мускул #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скуловой? — μηλίτης как с (ново)греческого переводится слово μηλίτης? — скуловой — παλληκαρίστικος — διακόπτης — οξύθυμος — νυχτοφούντωτος — μούγγρισμός — ξέθαρρος — ξολοκάρφι — βουρτσιά — εμπνέω — ζωοτροφώ — αυτοκολακεία — μικροψυχία — διάσειση — αφόντες — χαλεύω — εβραΐστρια — ρασιοναλισμός — εφάμιλλος — Ζωή — οχθρός — κουρείο |
|||