|
фыркать (о лошади) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фыркать? — φριμάσσομαι как с (ново)греческого переводится слово φριμάσσομαι? — фыркать — μικροπράγμα — μουγκαλίζομαι — υλικό — γκεργκέφι — φούχτωμα — κυρτώνομαι — αστοχία — γρασάρω — εικονιστικός — καλλιτεχνικά — προαναγγέλλω — κρητικός — ποντίζω — ανδροχορίστρια — βαφικός — βεγγαλικός — χρονιάρης — καθαρότητα — προσεπικαλούμαι — αποξηραντικός — παρασπόρα |
|||