|
το рукоятка плуга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рукоятка плуга? — αλετρόπιασμα как с (ново)греческого переводится слово αλετρόπιασμα? — рукоятка плуга — αιμοστάτης — διπλοψηφώ — αυτονομίστρια — στιλβωμένος — κακοποιούμαι — άσκημος — εισβαίνω — οριζοντιότητα — ανεπαισθήτως — βαθυμέτρηση — μομφή — κρανιοτομή — ροζέττα — αγριομολόχα — δείξη — στροφείον — υποκόπανος — διατοιχώ — μαγνησιούχος — δεινοποίηση — ηρώϊσσα |
|||