|
ο лейтенант (в бронетанковых войсках, кавалерии) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лейтенант? — υπίλαρχος как с (ново)греческого переводится слово υπίλαρχος? — лейтенант — κυρία — ευσταθής — ατμογόνος — ασήκωτος — ψαρύς — εναγής — μπουζίκα — αυλακώδης — ανθρακοθήκη — δασονομία — ανεπικερδής — στυγνά — εννοιοκρατία — ανθολογικός — οκτάχρονος — ραδιενεργός — αυτόκλητος — υδρολογία — ανεμόκουνι — κυτταρολογία — φάσκω |
|||