Новогреческий словарь
αφιερωτής
αφιερωτ|ής
ο
тот(__,__) кто приносит в дар
, посвящает
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тот, кто приносит в дар
? —
αφιερωτής
как с
(ново)греческого
переводится слово
αφιερωτής
? — тот, кто приносит в дар
#
(ново)греческий словарь
—
αντιπαρασιτικό
—
περιπλέκω
—
ξόανο
—
μπάλωμα
—
μπάρμπας
—
εγρετής
—
διαγωνιστής
—
κερματοδέκτης
—
καταχρεώνω
—
διαιτολόγιο
—
εφτάδιπλος
—
μασονισμός
—
αποθεματικός
—
φυσιολάτρις
—
χορδίτις
—
πληρωμένος
—
χρεωκοπώ
—
συμμαχία
—
τραγουδιστικός
—
αναγεννημένος
—
εφύγρανσις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве