|
ο тот(__,__) кто приносит в дар, посвящает #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто приносит в дар? — αφιερωτής как с (ново)греческого переводится слово αφιερωτής? — тот, кто приносит в дар — υπαιτιότητα — γλυφούτσικος — κάτω — όρος — μαρτυριάρικος — εταστικός — εκτεθειμένος — χέρα — όθε — εντατικοποιούμαι — επαναγωγή — ακροαματικότητα — αμάλαχτος — ιντερέσο — τραγουδίστρια — χοιρίδιον — ψωμάδαινα — φαυλος — επιφέρων — φθίση — γρανίτινος |
|||