|
(-εως) η придание винтообразной формы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово придание винтообразной формы? — ελίκωση как с (ново)греческого переводится слово ελίκωση? — придание винтообразной формы — επάγων — κακεντρεχώς — αντιμέτρημα — πηγωνιά — λαζουρίτης — αγριομολόχα — αναδρομικός — παρεφθαρμένος — Σπαρτιάτης — δηλητηριαστής — διαμοίραση — κατασκοπευτικός — γδέρνω — φυλετισμός — διακονιάρης — απονήρευτος — γλωσσογνώστης — εκκοπή — παίζω — βόνασος — ανευχάριστος |
|||