Новогреческий словарь
ελίκωση
ελίκωση
(-εως) η
придание винтообразной формы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
придание винтообразной формы
? —
ελίκωση
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελίκωση
? — придание винтообразной формы
#
(ново)греческий словарь
—
ενανθρώπηση
—
αξιομίμητος
—
σχολαστικισμός
—
ενάντιος
—
αναμφιβόλος
—
τέζα
—
διατριβογράφος
—
τροχαλία
—
ανεπανόρθωτος
—
ευσχήμως
—
σείνω
—
συχνουρία
—
φύσκη
—
οριζοντιώνομαι
—
φωσφορώδης
—
χελιδόνισμα
—
μισγάγκεια
—
αναγιγνώσκω
—
κρινοδάχτυλος
—
αταχτώ
—
μπεγέντισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,