|
пресуществляться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пресуществляться? — μετουσιούμαι как с (ново)греческого переводится слово μετουσιούμαι? — пресуществляться — ξελέγω — συρματικός — εγκολλώ — τορευτής — λεμφοκυττάρωση — επιμιγνύομαι — πυρολατρεία — εικός — καληνυχτίζομαι — διάσφιγξη — μσυρομάνικος — καρδιοχειρουργική — ντόμπρος — στημονίζω — ψουνιστός — δαχτυλογράφος — ταιριάζω — ξώπορτα — λάδανον — νηπιοκτόνος — οψές |
|||