|
ο огнетушитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово огнетушитель? — πυροσβεστήρας как с (ново)греческого переводится слово πυροσβεστήρας? — огнетушитель — απόκαυτρο — πιανόλα — λιχουδιάρικος — κλεισούρα — οψίγονος — φεγγοβόλημα — δόσα — πετρογραφία — προσφυγάκι — καθέλκυση — οινοπνευματώδης — σκαλώνω — σαλεπιτζήδικο — σουριστής — εποικίζω — μετάζωα — διαστασιοποίηση — ριζοσπαστικά — αιγίλωπας — διάλυση — υδροπλανικός |
|||