|
το 1) противоядие; 2) талисман #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противоядие? — αλεξητήριον как на (ново)греческом будет слово талисман? — αλεξητήριον как с (ново)греческого переводится слово αλεξητήριον? — противоядие, талисман — καποδιστριακός — ροϊτό — παλλακεία — λασπώνω — ολόμαυρος — διαρπαγή — θολόσταχτο — πολυκύτταρος — σύφλογο — αλησμόνητος — τρωγλοδυτικός — λοφάκι — βαγιόκλαρο — οργανιστής — γυναικαρέσκεια — σπανός — διευκρίνιση — αβραμηλιά — αποθηκοφύλακας — καρυκεύω — πασαλείβω |
|||