|
испаряющий; ~ή συσκευή — испаритель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово испаряющий? — εξοτμιστικός как с (ново)греческого переводится слово εξοτμιστικός? — испаряющий — πυορροϊκός — στέγνωμα — συμποσιακός — σόλα — εξαπλάσιος — κητώδη — ξυλόμετρο — μπατάρω — Φαίδρα — ντεφαιτισμός — αείποτε — σκληροτράχηλος — πλήν — πάγωμα — καρδιοπάθεια — ψευδολογώ — κομπογιαννίτισσα — τριάκοντα — ανωνυμογράφος — γρηγορώ — ανάκριση |
|||