εξοτμιστικός

формы словаβ
εξοτμιστικός
испаряющий;
          ~ή συσκευή — испаритель



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово испаряющий? — εξοτμιστικός
как с (ново)греческого переводится слово εξοτμιστικός? — испаряющий


πυορροϊκόςστέγνωμασυμποσιακόςσόλαεξαπλάσιοςκητώδηξυλόμετρομπατάρωΦαίδραντεφαιτισμόςαείποτεσκληροτράχηλοςπλήνπάγωμακαρδιοπάθειαψευδολογώκομπογιαννίτισσατριάκονταανωνυμογράφοςγρηγορώανάκριση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit