|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναπωματίζω? — — εφηβοσύνη — διορισμένος — κοπιάω — κορέος — προσάγω — απρόβλεφτος — κατάστερος — δεκάρικο — εξήρυγον — διαφανοσκόπηση — ακορόϊδευτος — επίπλοον — αξιογέλαστος — μαυροπελαργός — κραυγαλέος — μπελαμάνα — ακαλπονόθευτος — απαρση — αναδημοσιεύομαι — βανδαλισμός — πνευμονικός |
|||