|
(-οπός) ο бот. стручок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стручок? — χέδρωψ как с (ново)греческого переводится слово χέδρωψ? — стручок — εξελληνισμός — συνδαιτυμόνας — εξαγωγικός — ενόραση — αλατένιος — φατσικά — νεοναζιστικός — αυγολόγος — επιστρέφομαι — ελασσον — υπερασπιστικός — καινούργιος — ασχημάτιστος — ενθετικός — τροκκιά — στεατίνη — γυναικολόγος — ίαμα — αζώτωση — πρήζομαι — κρεμώ |
|||