οργανοποιείο

формы словаβ
οργανοποιείο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово οργανοποιείο? —


στοφυλοκοκκίασηαξιόποινοςαρχαίοςαλληλοεξάρτησησταυρόθολοςρόφησηαπολάωπεριέχομαιποδοκλωτσώσηματογράφοςεφεσείωνπαγγερμανιστικόςαιτιοκρατίακακότηταομοκεντρικόςανοσιούργημαζυγώματαβάζωπερίπτυξηπλημμυροπαθήςγλωσσάριο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit