|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οργανοποιείο? — — στοφυλοκοκκίαση — αξιόποινος — αρχαίος — αλληλοεξάρτηση — σταυρόθολος — ρόφηση — απολάω — περιέχομαι — ποδοκλωτσώ — σηματογράφος — εφεσείων — παγγερμανιστικός — αιτιοκρατία — κακότητα — ομοκεντρικός — ανοσιούργημα — ζυγώ — ματαβάζω — περίπτυξη — πλημμυροπαθής — γλωσσάριο |
|||