|
вишнёвый (о цвете) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вишнёвый? — βισινύς как с (ново)греческого переводится слово βισινύς? — вишнёвый — εμβρέχω — μόστρα — ακρη — εξάποδος — νεραϊδόπαρμα — σεληνιάζομαι — τσαγερί — δεντροφύτεμα — καλούτσικος — επικυρτώ — ευσυγκινησία — σκροφίτσα — λευκοπυρωση — ανασβολιά — κρικέλλι — μελανοδοχείο — φορεσιά — απολιθώνω — ξεγαντζώνομαι — ορνίθειος — αρτόδενδρον |
|||