|
неоплаканный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неоплаканный? — αμοιρολόγητος как с (ново)греческого переводится слово αμοιρολόγητος? — неоплаканный — αφίχθην — τεσσαρακοστός — αναισθησιολόγος — ψαρομάλλα — λιγομάρα — υδατομέτρηση — παράταιρος — επίρρημα — φτερούγι — δοκιμασμένος — αρωματοποιείο — προσωποκρατώ — ευλογητός — διαλύω — χρηματικός — ερωτομανής — αγένεια — αδελφώνομαι — καταπραΰνω — τσάτσος — ταραχοποιός |
|||