αμοιρολόγητ|ος

формы словаβ
αμοιρολόγητ|ος
неоплаканный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово неоплаканный? — αμοιρολόγητος
как с (ново)греческого переводится слово αμοιρολόγητος? — неоплаканный


αφίχθηντεσσαρακοστόςαναισθησιολόγοςψαρομάλλαλιγομάραυδατομέτρησηπαράταιροςεπίρρημαφτερούγιδοκιμασμένοςαρωματοποιείοπροσωποκρατώευλογητόςδιαλύωχρηματικόςερωτομανήςαγένειααδελφώνομαικαταπραΰνωτσάτσοςταραχοποιός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit