|
το монастырская пекарня #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монастырская пекарня? — μαγκίππιον как с (ново)греческого переводится слово μαγκίππιον? — монастырская пекарня — στρίγγλα — καπηλεύομαι — ανάδημα — γερεύω — εκσκαπτικός — ώδε — γκρενά — υπώρεια — ανακυλώ — δροσοβολώ — περιέργεια — ανανθής — διακόπτης — καράφλας — δηλητηριαστής — λαιμοδέτης — αυτόβαπτος — ακατέργαστος — ενιαίος — αγνάντιο — επιγράφω |
|||