Новогреческий словарь
κρομμύδι
κρομμύδι
το 1)
лук
;
2)
луковица
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лук
? —
κρομμύδι
как на
(ново)греческом
будет слово
луковица
? —
κρομμύδι
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρομμύδι
? — лук, луковица
#
(ново)греческий словарь
—
ενδογενής
—
συγκριτικά
—
ιδεοκρατία
—
ζάρωμα
—
αγριωπά
—
σιτώ
—
αναχρονίζω
—
προσκεφάλαιον
—
εξανδραπόδισμός
—
λυσσόδηχτος
—
ραστώνη
—
μετεμψύχωση
—
πρακτικός
—
ρυτιδιασμένος
—
μονοθεσίτης
—
μοσκατέλλο
—
συνδρομή
—
επισανιδώνω
—
ευθυβολία
—
άλτης
—
βρυοσκεπής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,