|
το 1) лук; 2) луковица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лук? — κρομμύδι как на (ново)греческом будет слово луковица? — κρομμύδι как с (ново)греческого переводится слово κρομμύδι? — лук, луковица — δίγαμος — ανάταξη — καθοδηγητικός — πούρο — δεξιοτέχνις — δασμολόγιο — τακτοποιώ — στηλίτης — συνδετικό — μελιγόνι — παράταιρος — βελούγα — επιστεγάζω — μυριάκις — κανθός — ευκτικός — τριχωτό — ούτω — βυσσινί — ασατίριστος — διίδρωση |
|||