|
обманутый; βγαίνω ~ στούς υπολογισμούς μου — обмануться в своих расчётах, просчитаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обманутый? — γελασμένος как с (ново)греческого переводится слово γελασμένος? — обманутый — διάνοια — ψυχαναλυτής — εμπεριστατωμένος — αποδαυλιάζω — ίδρωμα — στέψη — επιπολαίως — ριζικώς — ωτολογικός — παραδέχομαι — οψιμότης — αψάδα — σίκ — κατιτί — αποδεικτέος — γκιζέρι — καμπιάζω — δεκατιά — μηχανοποιώ — προσωπικός — μασκέ |
|||