|
αόρ. от επισυμβαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επισυνέβην? — — σκύπτω — άγνωρος — δημαγωγὠ — είτα — πτερόεις — χυδαϊκός — ναυτογράφος — χωλός — ξακοσαριά — ανεύρεση — φλέγω — περιβολάκι — παγοπληξία — επιπήγνομαι — προίκα — μανδήλιον — επισανίδωση — ξυλόδεμα — ανεγοριά — συμπυρσοκρότηση — ανεμοδούρι |
|||