Новогреческий словарь
ασφυκτικότητα
ασφυκτικότητα
(-ητος) η 1)
удушливость
;
2)
невыносимость
(обстановки)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удушливость
? —
ασφυκτικότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
невыносимость
? —
ασφυκτικότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασφυκτικότητα
? — удушливость, невыносимость
#
(ново)греческий словарь
—
αρχετυπία
—
αγανός
—
φειδωλία
—
πτύελο
—
θανατώνω
—
ταχύπορος
—
ετερόμορφος
—
επικρατέστερος
—
φόρον
—
διάρμενο
—
ρυζόσουπα
—
μονοσύλλαβος
—
τραβηχτικός
—
μισοβράζω
—
ιχθογόνος
—
εύδρομος
—
ξεφύσημα
—
ξαναμωραίνω
—
κατσαρολάκι
—
δαιμονολατρία
—
ελλογιμότης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω