|
меньший; ~ όρος συλλογισμού — лог. меньшая посылка силлогизма; ~ πρότασις — лог. малая посылка; η πολιτική (τακτική) τής ~ονος αντιστάσεως — политика (тактика) наименьшего сопротивления #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меньший? — ελάσσων как с (ново)греческого переводится слово ελάσσων? — меньший — ανωνυμογραφώ — συνενοχή — ανθρακοειδής — κράζω — αλαχτάριστος — εμπειριοκρατικός — μαγκίππιον — συνόρευση — άβαξ — αμμώδης — διαβατήριος — απαθής — βλαχόπουλο — αρμαθιά — απαστράπτων — αντασφάλεια — χορτοκόπος — πτυάριον — σιφούνι — κιτρινοπούλα — περικνήμιον |
|||