Новогреческий словарь
ελάσσων
ελάσσων
меньший
;
~ όρος συλλογισμού — лог. меньшая посылка силлогизма
;
~ πρότασις — лог. малая посылка
;
η πολιτική (τακτική) τής ~ονος αντιστάσεως — политика (тактика) наименьшего сопротивления
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
меньший
? —
ελάσσων
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελάσσων
? — меньший
#
(ново)греческий словарь
—
θερμαντικός
—
ακυρωτέος
—
χοντρούλης
—
φάσσα
—
χαλιμά
—
στραταρχία
—
μελισσοκόφινο
—
χρυσόψαρο
—
οργανοθεραπεία
—
οξειδώνω
—
λενινιστικός
—
παλιογαμημένος
—
πάντρεμα
—
βασανιστικός
—
σερενάτα
—
ανεμόχολο
—
παραλλάζω
—
αφυλάκιστος
—
δώνομαι
—
νυχτοπερπατητής
—
χαλκοκορώνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве