|
το 1) министерство; ~ τών εξωτερικών (εσωτερικών) — министерство иностранных (внутренних) дел; ~ παιδείας — министерство просвещёггая; 2) правительство; άχρουν (или υπηρεσιακόν) ~ — служебное правительство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово министерство? — υπουργείο как на (ново)греческом будет слово правительство? — υπουργείο как с (ново)греческого переводится слово υπουργείο? — министерство, правительство — πυράκτωση — καλοθυμούμαι — αμυγδαλόσχημος — ανόλπιστος — υψίπεδο — εξωγκωμένος — αλεξητήριος — μυρμηγκικός — πολεοδομική — γκαλιουρίζω — ανεπάνδρωτος — επιναυπηγός — κατοχή — γλυκόγελος — πνευματοκτός — κοκοστομαχώ — χαλκωρυχείο — ξεσαβούρωμα — καταδαμάζω — ανατροφέας — βλέφαρο |
|||