|
το дву(х)стволка (ружьё) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двустволка? — δίκαννο как с (ново)греческого переводится слово δίκαννο? — двустволка — επιδεικνύομαι — χειρωνακτικός — αντιφεμινιστής — συγχώρηση — υπίλαρχος — παράλλαξις — αρτεργατικός — ανεγοριά — καραβοκύρισσα — θαλαμοειδής — ακλεριά — μπλόκο — διακωλύω — μανιώδης — αφτιάζομαι — ετοιμάζομαι — αχάτης — δίκωχος — απολυμαντήριο — ξεμαυλίστρα — ακτινοσκοπία |
|||