Новогреческий словарь
καρικατουρίστας
καρικατουρίστας
ο
карикатурист
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
карикатурист
? —
καρικατουρίστας
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρικατουρίστας
? — карикатурист
#
(ново)греческий словарь
—
ετερότης
—
σμολτώνω
—
ενορίτισσα
—
υάλινος
—
αγγουράκι
—
γλυπτική
—
πεύκη
—
αποικοδόμηση
—
γκάϊδα
—
Αφρικανός
—
στρώσιμο
—
τζιγέρι
—
διακλαδούμαι
—
ανάγλυπτος
—
σκορδαλός
—
τουρκόσπερμα
—
καμαρότα
—
ανδριάντας
—
πικρόγλυκος
—
ναυαγοσωστικός
—
υδρογράφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω