|
ο лимниграф, мареограф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лимниграф? — λιμνογράφος как на (ново)греческом будет слово мареограф? — λιμνογράφος как с (ново)греческого переводится слово λιμνογράφος? — лимниграф, мареограф — στόμφος — βαλκανολόγος — μπεκρολογώ — σιγαλός — προσκολλώ — χειρόδεσμος — ακαταληψία — αδαμαντόστικτος — κανάτι — γεωδαισιακός — κεράτσα — Βλαχιά — παίζω — κρεμεζί — χιλιαπλάσιος — χτένισμα — συγκεντρωτικώς — μονόκερως — λευκοκύτταρο — αγάλλομαι — τετρακόσιοι |
|||