|
отцепляться; расцепляться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отцепляться? — ξεγαντζώνομαι как на (ново)греческом будет слово расцепляться? — ξεγαντζώνομαι как с (ново)греческого переводится слово ξεγαντζώνομαι? — отцепляться, расцепляться — πιλαλάω — νταούλι — γυαλουρίζω — βεργολυγώ — τσιμούχα — σιγμός — αναχεντρώνω — ατέντωτος — νεροκολοκύθα — ζατσίντο — ανευφήμηση — ποικιλόπτερος — λυχνία — παραπλανάω — πολιτισμός — τετροποδισμός — πιστολίζω — βαρεμένη — δίπλιασμα — διαβεβαίωνω — ίς |
|||