|
ο испольщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово испольщик? — συμμισακάτορας как с (ново)греческого переводится слово συμμισακάτορας? — испольщик — έδρανον — ξεκρέμαστος — φλεγματικά — κηλεπίδεσμος — εναβρύνομαι — σταχτοπάνι — κτώμαι — κακοκάμωτος — ληξιαρχείο — σκοτάδι — ποδοπάνι — Σλαύα — ακαδένιαστος — πηδάλιο — υπερθυρεοειδισμός — συκαλίς — μελοποιία — λάθυρος — χωριάτικος — ξαγγλίζω — συνεργασία |
|||