Новогреческий словарь
αγγειολογία
αγγειολογία
η 1) мед.
ангиология
;
2)
область археологии(__,__) изучающая вазы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ангиология
? —
αγγειολογία
как на
(ново)греческом
будет слово
область археологии, изучающая вазы
? —
αγγειολογία
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγγειολογία
? — ангиология, область археологии, изучающая вазы
#
(ново)греческий словарь
—
αλφαδιαστής
—
μπόρ
—
ασυμβασία
—
φλέτουρας
—
ξενοπρεπής
—
λιμνούλα
—
εμβαθύνω
—
ύποπτος
—
συγκατάθεση
—
καμποχώρι
—
μπουκέτο
—
δραγατσά
—
μεχέγκι
—
δωδεκάωρο
—
μελλοντικά
—
ακλείδωτος
—
διαβολικότητα
—
εκκοκκισμός
—
θαλαμικός
—
αναθορυβώ
—
επεξηγηματικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω