|
(αόρ. απόρεσα) недоумевать, удивляться; ~ πώς μπόρεσε νά τό κάμει — [phrase]удивляюсь, как он смог так[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недоумевать? — απορώ как на (ново)греческом будет слово удивляться? — απορώ как с (ново)греческого переводится слово απορώ? — недоумевать, удивляться — κόρυμβος — χαρίεις — απιλογιέμαι — ισάδελφος — αγγελόψυχος — αυτοπερκρρόνηση — αλογόνο — βδελυγμία — ελαιοφυτεία — μεγαλέμπορας — θρυμμάτιση — κατοπινάρικο — καλημέρα — υπνοφόρος — εκατοστόμετρο — σαβάνα — ιεροφάντιδα — μαργαριτόπλεκτος — αναστορώ — ασυγχώρητος — τρισύλλαβος |
|||