Новогреческий словарь
αντεπεξέρχομαι
αντεπεξέρχομαι
(αόρ. αντεπεξήλθα)
справляться
(с кем-чем-либо);
~ στίς δυσκολίες — справляться с трудностями
;
δέν ~ εις τά έξοδα μου — не укладываться в свой бюджет
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
справляться
? —
αντεπεξέρχομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντεπεξέρχομαι
? — справляться
#
(ново)греческий словарь
—
στρατολάτισσα
—
ύσγινον
—
περασμένος
—
σπέρμα
—
παραγγελία
—
πυρηνολυσία
—
πωλητήριος
—
οξυγονοκολλητής
—
σοκολατένιος
—
τάβλα
—
ξεπέφτω
—
διαλαλητής
—
εξερχόμενα
—
άλτ!
—
εξηνταβελόνης
—
αποζυγώνω
—
λάξ
—
μπέκρού
—
ανεπιβεβαίωτος
—
αλαφίνα
—
αναθρεπτός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,