|
ο вязальщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вязальщик? — πλέκτης как с (ново)греческого переводится слово πλέκτης? — вязальщик — μήτε — μήνυμα — ασηψία — συμβολίζω — ζυμωτής — δασκαλίστικος — θομάζω — ξέκρεμος — ιλιγγιώ — ραβασάκι — δρομερός — διηνεκής — καλογηροσύνη — ζαχαροζυμωμένος — αυθορμησία — έθαψα — κεντημένος — στερεύομαι — οξυδερκής — δενδροφυτεύω — μιζάρω |
|||