μεταξοπαραγωγός

формы словаβ
μεταξοπαραγωγός
1. шелководческий;

2. (ή, ο) шелковод



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово шелководческий? — μεταξοπαραγωγός
как на (ново)греческом будет слово шелковод? — μεταξοπαραγωγός
как с (ново)греческого переводится слово μεταξοπαραγωγός? — шелководческий, шелковод


φυσητήραςισώεποχιακόςαντίδρασηπροικοδότησηβραστόπροκληροδότημαξετιμάωεκπλειστηρίασμαπαρελκόμενονκαθολικήηχογόνοςαβγατάωοινοπνευματομέτρησιςγλυκοπικρογίνομαιελαιοτριβείονταπετσαρίαξυλοπέδιλοσανιδάςανάφλογοςψοφώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit