|
η церк. : η αύτού ~ — его преосвященство #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πανιερότητα? — — αναρρωτικός — αηδών — βαρβάκι — μισοχώνομαι — διεκπνοή — τεμπελόσκυλο — γούβα — εξα- — φωτιά — μακρυχέρης — πλημμέλημα — μπουρζουάζικος — ευπάθεια — σακιδιοθήκη — ξεμωραίνω — μαθητεία — τραγικοκωμικός — διαγλυφή — κουτσοδιαβασμένος — διανομή — διαχασματικός |
|||