|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρρωστημένος? — — επιδιόρθωση — περιβάλλον — ασβέστης — προστυχόφαστα — μουχρωπός — δυσηκοϊα — φροντισμένος — αναβρύω — περιτομή — εναντιολογία — δηλοί — αεροφίλημα — στείρος — φιλαυτία — ζωολογία — αποθερίζω — επιτροπία — καύσιμος — ούη — απόβροχο — εύμορφος |
|||