|
το 1) месиво; тесто; 2) мед. фермент; === είναι άνθρωπος τоύ αυτού φυράματος — [phrase]он сделан из того же теста[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово месиво? — φύραμα как на (ново)греческом будет слово тесто? — φύραμα как на (ново)греческом будет слово фермент? — φύραμα как с (ново)греческого переводится слово φύραμα? — месиво, тесто, фермент — γειτονικός — τουρμπίνα — αστακόχρωμος — υπόπρυμνος — συγκοινωνιολόγος — συντέλεια — πλαδαρότης — περιπετειώδης — αφωσιωμένος — έπακρο — τοσούτσικος — τυροποιία — παμπόνηρος — Σουηδία — προσονάχωμα — αφιλόξενος — υδρόφοβος — σύνδεμα — στεγάσιμος — φουρνόφτυαρο — τοπικιστικός |
|||