|
η стрихнин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стрихнин? — στρυχνίνη как с (ново)греческого переводится слово στρυχνίνη? — стрихнин — αψιλία — ασβεστόχριση — σιδεροδεσία — γουστόζικος — ζαλικωμένος — αλμυρίκη — νοερός — αποστρατιωτικοποιημένος — αεροβόλο — τριβεύς — ασπρομαλλούσα — μεσοβένθος — σερδάρης — αναπηδώ — εγωλάτρις — πυρετώδης — ενταλματίας — ιμπρεσάριος — στάτωρ — μπαφιασμένος — λεβάρισμα |
|||