|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παιχνιδιάρικος? — — ξεκάρφωτος — ανωφερειακός — ακοκκίνιγος — κατακάθι — συννοσηρότητα — ακυρώνω — έθνος — πολεμόχαρος — σαλτέρνω — καταδαμάζω — αλλαξοθρησκεία — ευκατέργαστος — ντεκολτέ — πρωτοσύστατος — κασονάκι — ουρανογραφία — απόνησο — ενωτίζομαι — υγροσκόπιο — ενδιαφερόμενος — πνιγμός |
|||