|
ο большая грудь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово большая грудь? — βύζαρος как с (ново)греческого переводится слово βύζαρος? — большая грудь — βαριά — θέαση — αρχαιοσολία — γυμνοσκελής — ιερομόναχος — επίσιον — δορυφορικός — αψαριά — ατζαμίδικος — λιβελλογραφώ — αεροβατώ — στάλα — υπόνομος — στραβομουτσούνιασμα — βουτυρένιος — κατιφεδένιος — λαμπαδηφόρος — μαθήτρια — μυγιόγγιχτος — αυτόβουλος — κλούβιος |
|||