|
притеснять; угнетать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово притеснять? — στεναχωρώ как на (ново)греческом будет слово угнетать? — στεναχωρώ как с (ново)греческого переводится слово στεναχωρώ? — притеснять, угнетать — δακρυογόνος — υπαρξιακός — ανάτηξη — αντιχαιρετίζω — ειρηνισμός — κρατικοποιώ — σκοτώστρα — αναδεξιμιός — αντιστρεφόμενος — πεντάς — θαλασσοκρατία — χοιρίδιο — εναντίος — τουλάχιστον — φωτομετρικός — σιβηρικός — τσιτσέκι — ψηλοκρεμαστός — μαφία — αντιμολυσματικός — διασωστικός |
|||