Новогреческий словарь
αναπαλαίω
αναπαλαίω
(αόρ. ανεπάλαισα)
возобновлять борьбу
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
возобновлять борьбу
? —
αναπαλαίω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναπαλαίω
? — возобновлять борьбу
#
(ново)греческий словарь
—
ψαθυρότητα
—
βλητικότης
—
καφέ-σαντάν
—
αγγελιοφόρος
—
παρακάλεσμα
—
άκομψος
—
λεξιθήρας
—
πλαταγίζω
—
μελετώ
—
αναρρόφηση
—
επισήμανσις
—
ανανταπόδοτος
—
τσάμπουρο
—
προσκυνητρια
—
αιμοδυναμικός
—
σύνδικος
—
ανουθέτητος
—
βουλιμιώ
—
μαλαθούνα
—
ενωτικό
—
πολίτευμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве